- ισπανιστί
- επίρρ., ισπανικά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ισπανιστί — επίρρ. [Ισπανός] στην ισπανική γλώσσα … Dictionary of Greek